- κωβιός
- ο пескарь (рыба)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωβιός — gudgeon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… … Dictionary of Greek
κωβιοῖς — κωβιός gudgeon masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιοῖσι — κωβιός gudgeon masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιοί — κωβιός gudgeon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιοῦ — κωβιός gudgeon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιούς — κωβιός gudgeon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιῶν — κωβιός gudgeon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιῷ — κωβιός gudgeon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιόν — κωβιός gudgeon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβίδι — το (AM κωβίδιον) [κωβιός] νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους κωβιού (μσν. αρχ.) υποκορ. τού κωβιός … Dictionary of Greek